- κυπρινέλαιον
- κυπρῐνέλαιον, τό,A = κύπρινον, Alex.Trall.3.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυπρινέλαιον — και κυπρινοέλαιον, τὸ (Μ) το λάδι που παρασκευαζόταν από τα λουλούδια τού δένδρου κύπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπρίνος + ἔλαιον] … Dictionary of Greek
κυπρινέλαιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπρινελαίου — κυπρινέλαιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek